Μέλη Θεατρικής Ομάδας ΓΕΛ Νέας Αλικαρνασσού: «Μαθητών Δρώμενα»
Ανδρουλιδάκη Ευαγγελία – Ιουλία, Βεϊσάκη Αικατερίνη, Γιαουρτάς Γεώργιος, Δαμιανάκης Ιωάννης, Κακεπάκη Μαρία, Καλτσάμη Άννα Μαρία, Μαρνελάκη Ευαγγελία, Μαυρακάκης Γεώργιος, Σταυρακάκη Ειρήνη, Σταυρακάκη Ζαχαρένια
Συντονίστρια: Χριστίνα Κατσά
Ανδρουλιδάκη Ευαγγελία – Ιουλία, Βεϊσάκη Αικατερίνη, Γιαουρτάς Γεώργιος, Δαμιανάκης Ιωάννης, Κακεπάκη Μαρία, Καλτσάμη Άννα Μαρία, Μαρνελάκη Ευαγγελία, Μαυρακάκης Γεώργιος, Σταυρακάκη Ειρήνη, Σταυρακάκη Ζαχαρένια
Συντονίστρια: Χριστίνα Κατσά
Μέλη Μουσικής Ομάδας ΓΕΛ Νέας Αλικαρνασσού
Δερμιτζάκη Ανδρονίκη, Νηστικάκης Ζαχαρίας, Παπαδάκης Δημήτρης, Σκουλούδη Δέσποινα, Σουμελίδης Στέφανος
Δερμιτζάκη Ανδρονίκη, Νηστικάκης Ζαχαρίας, Παπαδάκης Δημήτρης, Σκουλούδη Δέσποινα, Σουμελίδης Στέφανος
. ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
Απομαγνητοφωνημένες και ελαφρά διασκευασμένες προφορικές μαρτυρίες με στόχο να αξιοποιηθούν για δραματοποίηση από τον Θεατρικό Όμιλο του σχολείου.
Η ιστορία του παππού Μπουγά
Λέγομαι Μαρία Σπύρου και θα αφηγηθώ την ιστορία του παππού μου, όπως μου την έλεγε, όταν ήμουν μικρό παιδί. Ο παππούς μου ο Κωνσταντίνος Μπουγάς γεννήθηκε στη Μέλασο της Μικράς Ασίας. Ζούσε με την οικογένειά του και τη μεγαλύτερη αδερφή του σε ένα πολύ ωραίο μέρος. Ήταν πλούσιοι άνθρωποι και είχαν πάρα πολύ γη που την καλλιεργούσαν. Ο πατέρας του παππού μου είχε ένα άσπρο άλογο από ό,τι μου έλεγε. Θυμόταν κάποιες σκηνές, γιατί ήταν μικρός, ήταν 6, 7 χρόνων, όταν έφυγε και θυμόταν λίγα πράγματα από τη ζωή του στη Μέλασο.
Όταν ξεκίνησε η σφαγή των Ελλήνων από τους Τούρκους και είχαν καταφτάσει στο χωριό πλέον, είχαν σκοτώσει τον πατέρα του, τον είχαν σφάξει οι Τούρκοι. Βλέποντας η μητέρα του ότι κινδύνευαν και τα παιδιά της και η ίδια, γιατί η Μέλασο ήταν ενδοχώρα της Τουρκίας, προσπάθησε να φυγαδεύσει και πράγματι φυγάδευσε τη μεγάλη της κόρη. Εκείνη ήταν περίπου 12 χρόνων και μπορούσε να φύγει. Την έντυσε με ρούχα γριάς και της είπε να αρχίσει να προχωράει μαζί με τον κόσμο και όπου βρει θάλασσα, καράβια, βάρκα οτιδήποτε να μπει μέσα και να φύγει για την Ελλάδα. Πραγματικά το κορίτσι έφυγε, ο παππούς μου όμως ο Μπουγάς ήταν πολύ μικρός, για να μπορέσει να το φυγαδεύσει μαζί της. Βλέποντας λοιπόν ότι ο κλοιός γύρω από το χωριό τους στένευε και ότι το παιδί κινδύνευε, το έκρυψε μέσα σε ένα πιθάρι που βρισκόταν μέσα σε μία αυλή και του είπε ότι «δεν θα βγεις από κει μέσα, μέχρι να ακούσεις πολύ ησυχία και να είναι σκοτεινά».
Πραγματικά το παιδί έμεινε μέσα στο πιθάρι για πάρα πολλές ώρες. Κάποια στιγμή έπρεπε να βγει, είχε πια σκοτεινιάσει, σήκωσε το καπάκι από το πιθάρι και βγήκε. Η μητέρα του ήταν σφαγμένη. Άρχισε λοιπόν να τρέχει και να κλαίει στους δρόμους του χωριού που ζούσε. Στον δρόμο που έτρεχε κλαίγοντας, τον βρήκαν δύο ξαδέρφες της μητέρας του και το πήραν μαζί τους, φεύγοντας. Αρχίσανε να περπατάνε, για να φτάσουν στα παράλια και να μπορέσουν να βρουν καράβι, για να φύγουν από τη Μικρά Ασία. Έφτασαν λοιπόν στα παράλια και τους έβαλαν σε μία βάρκα λόγω του ότι ήταν γυναίκες και ένα μικρό παιδί και τους έφεραν στην Κρήτη, τους έφεραν στο Ηράκλειο.
Χαθήκανε λοιπόν τα ίχνη των δύο αδερφών. Η αδερφή του πίστευε ότι ο αδερφός της είχε σφαχτεί από τους Τούρκους, όπως και εκείνος για αυτήν. Πέρασαν χρόνια πολλά λοιπόν και ήρθε ο καιρός ο παππούς να πάει στον στρατό, για να πολεμήσει στον ελληνοαλβανικό πόλεμο. Ήταν σε ηλικία που θα πήγαινε στρατιώτης, για να πολεμήσει. Έφυγε λοιπόν από την Κρήτη με το καράβι και πήγε στον Πειραιά. Εκεί, όταν φτάνανε οι στρατιώτες από διάφορα νησιά της Ελλάδος, μαζευόταν σε παράταξη, για να φύγουν για το μέτωπο. Αυτοί πηγαίνανε στα τρένα, και όταν φώναζαν τα ονόματά τους, μπαίνανε μέσα και έφευγαν για το μέτωπο.
Η αδερφή του παππού μου, η Ουράνια Μπουγά, όντας πιο μεγάλη από τον παππού αρκετά χρόνια και επειδή θυμόταν πόσο χρονών ήταν ο αδερφός της, υπολόγισε ότι ο αδερφός της, αν ζούσε, τώρα θα πήγαινε να πολεμήσει. Κάθε πρωί λοιπόν πήγαινε εκεί που ήταν παραταγμένοι οι στρατιώτες, για να μπουν στα τρένα και να πάνε στον πόλεμο, περνούσε από όλους τους λόχους και φώναζε το όνομά του , σε όλη την παράταξη που ήταν οι στρατιώτες. Κάποια μέρα λοιπόν, ένα πρωινό, εκεί που φώναζε Κωνσταντίνος Μπουγάς, Κωνσταντίνος Μπουγάς, άκουσε: «Παρόν». Πήγε κοντά λοιπόν και είδε τον αδερφό της. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιόταν τα αδέρφια μετά από πάρα πολλά χρόνια. Δύο χαμένα αδέρφια συναντήθηκαν στους λόχους που ήταν παραταγμένοι οι στρατιώτες, για να πάνε στον πόλεμο.
Αυτή ήταν η ιστορία του παππού μου, του Μπουγά, και μάλιστα όποτε μου την έλεγε έκλαιγε, και επειδή έκλαιγε εκείνος, έκλαιγα και εγώ πάντα μαζί του.
Η ιστορία της οικογένειας Μυλωνά
Ονομάζομαι Ελευθέριος Μυλωνάς. Το επίθετό μου σχετίζεται με το επάγγελμα των προγόνων μου στη Μικρά Ασία, γιατί εκεί είχαν μύλους και άλεθαν το σιτάρι. Η οικογένεια του πατέρα μου ήρθε στην Κρήτη το 1923. Πρώτα έφτασε η μητέρα του με τα αδέρφια του το ‘23 και ο ίδιος ο πατέρας μου ήρθε αργότερα. Η γιαγιά ήρθε μόνη με τα παιδιά της χωρίς τον άντρα της. Αυτόν τον είχαν επιστρατεύσει οι Τούρκοι , για να πολεμήσει στο στρατό τους κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Η οικογένεια του δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε. Το πιθανότερο ήταν πως σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Ο πατέρας μου δεν ήρθε με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Κρήτη, γιατί κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής παρόλο που ήταν τότε μόλις 16 χρονών, οι Τούρκοι τον έπιασαν και τον έστειλαν σε στρατόπεδο εργασίας στα βάθη της Ανατολίας. Στο στρατόπεδο οι συνθήκες ήταν άθλιες και ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά. Παρά την εξοντωτική εργασία, δεν τους έδιναν να φάνε, ούτε να πιουν νερό. Ο ίδιος ο πατέρας μου, για να επιβιώσει, αναγκάστηκε να πιει τα ούρα του, για να γλιτώσει από τη δίψα. Ένας βράδυ, ένας Τούρκος στρατιώτης που φυλούσε σκοπιά, είδε τον πατέρα και έναν συνομίληκο φίλο του, που ήταν και εκείνος από την Αλικαρνασσό, να είναι εξαθλιωμένοι και τους λυπήθηκε, γιατί ήταν μικρά παιδιά. Κατάλαβε πως δεν θα αντέξουν τις κακουχίες και αποφάσισε να τους γλιτώσει από έναν βέβαιο θάνατο. Έτσι τους έδωσε να φάνε λίγο τυρί και γαλέτες -το φαγητό που έτρωγε τότε ο στρατός- και τους άφησε να φύγουν, αφού πρώτα τους συμβούλευσε να ταξιδεύουν μέσα από απόμερα μέρη και από δάση κατά τη διάρκεια της μέρας και μόνο τη νύχτα να πλησιάζουν χωριά και κατοικημένες περιοχές. Αυτοί ακολούθησαν πιστά τη συμβουλή του και κάποια στιγμή μετά από αρκετές μέρες έφτασαν σε μία παραλία. Εκεί υπήρχε ένα καϊκι, το οποίο είχε ελληνική σημαία και οι άνθρωποι που ήταν μέσα μιλούσαν ελληνικά. Περίμεναν κρυμμένοι μέχρι να νυχτώσει και το βράδυ πλησίασαν το καράβι και τους ζήτησαν να τους πάρουν μαζί τους και να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα Το καΐκι αυτό ήταν από την Κεφαλονιά και ο καπετάνιος που τους λυπήθηκε, τους πήρε μαζί του.
Όταν έφτασαν στην Κεφαλονιά, παρακάλεσε ένα φίλο του καφετζή, ο οποίος ήθελε βοήθεια στο μαγαζί του, να τους προσλάβει για γκαρσόνια. Αυτός είχε ένα σπίτι διώροφο. Στο ισόγειο είχε το μαγαζί και στον πάνω όροφο το σπίτι του. Τους κράτησε λοιπόν να του δουλεύουν σαν γκαρσόνια και τους έβαλε να κοιμούνται μέσα στο μαγαζί κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του. Εκεί ο πατέρας μου βοηθώντας στο καφενείο, έμαθε καλή αριθμητική, παρατηρώντας τους θαμώνες του μαγαζιού να παίζουν χαρτιά. Έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου μία μέρα η γυναίκα του καφετζή άκουσε στο ραδιόφωνο στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού την εξής ανακοίνωση: «Αναζητείται ο Σταύρος Μυλωνάς. Τον αναζητεί η μητέρα του Μαρία και τα αδέρφια του Πάτρα, Στέργιος και η Μαρίνα». Αυτή κατάλαβε αμέσως ότι πρόκειται για τον πατέρα μου, τον πλησίασε λοιπόν και τον ρώτησε: « Πώς λένε τη μητέρα και τα αδέρφια σου;» Αυτός απάντησε: «Η μητέρα μου ονομάζεται Μαρία και τα αδέρφια μου Πάτρα, Στέργιος και η Μαρίνα» Τότε του είπε: «Μόλις άκουσα την ανακοίνωση του Ερυθρού Σταυρού. Η οικογένειά σου είναι στην Κρήτη και σε αναζητά.» Στη συνέχεια ο καφετζής τον βοήθησε να βρει ένα μέσο για να έρθει στην Κρήτη και έτσι ο πατέρας μου έσμιξε ξανά με την οικογένειά του.
Στην Κρήτη όταν έφτασε η οικογένεια του πατέρα μου εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Αλικαρνασσού. Η περιοχή εδώ άνηκε σε έναν Τούρκο αγά και ήταν καλλιεργήσιμη. Όταν αυτός με την ανταλλαγή των πληθυσμών υποχρεώθηκε να φύγει για την Τουρκία, το ελληνικό κράτος έδωσε τη γη στους πρόσφυγες. Καθώς στην περιοχή δεν υπήρχαν ντόπιοι Ηρακλειώτες και ο τόπος κατακλύστηκε από πρόσφυγες, που οι περισσότεροι ήταν συγγενείς μεταξύ τους ή γνωστοί, γιατί κατάγονταν από τον ίδιο τόπο, η περιοχή ονομάστηκε Νέα Αλικαρνασσός. Πρώτος πρόεδρος της περιοχής ήταν ο Ελευθεριάδης, ένας μορφωμένος δικηγόρος, φίλος του Βενιζέλου –οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν Βενιζελικοί σε ποσοστό που έφτανε το 80 τοις εκατό- ο οποίος μάλιστα σχεδίασε μόνος του το σχέδιο του οικισμού και βοήθησε πολύ την περιοχή. Σήμερα υπάρχει και δρόμος στην Αλικαρνασσό που φέρει το όνομά του.
Όταν η οικογένεια του πατέρα μου ρωτήθηκε για το επάγγελμά της στη Μικρά Ασία δήλωσαν πως ήταν αγρότες και έτσι τους δόθηκαν με κλήρο κάποια χωράφια στην περιοχή, τα οποία αμέσως άρχισαν να τα καλλιεργούν. Σε κάποιους πρόσφυγες έδωσαν σπίτια εντός του οικισμού και σε άλλους λίγα χρήματα και ξύλα, για να τα φτιάξουν εκτός του οικισμού. Επειδή οι πρόσφυγες ήταν μεταξύ τους δεμένοι και υπήρχε μεγάλη αλληλεγγύη, όλοι βοηθούσαν στο χτίσιμο των νέων σπιτιών και έτσι με τη βοήθεια που ένας πρόσφερε στον άλλο κατάφεραν να βελτιώσουν σιγά σιγά τις συνθήκες της ζωής τους. Αργότερα οι πρόσφυγες συμμετείχαν ενεργά και στο χτίσιμο του γηπέδου του Ηροδότου, του ναού του Αγίου Νικολάου και του πρώτου δημοτικού.
Τα πρώτα χρόνια τα παιδιά των προσφύγων δεν πήγαιναν σχολείο, γιατί σχολεία δεν είχε ακόμα χτιστεί στην περιοχή. Αλλά και αργότερα όταν κτίστηκαν τα σχολεία, ελάχιστοι πρόσφυγες συνέχιζαν τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο, γιατί οι περισσότεροι προέρχονταν από πολύ φτωχές οικογένειες και έτσι εγκατέλειπαν το σχολείο, για να εργαστούν και να βοηθήσουν την οικογένειά τους.
Οι πρόσφυγες έφυγαν από την Μικρά Ασία, αλλά δεν ξέχασαν τα έθιμά τους. Τα έφεραν μαζί τους εδώ, τα διατήρησαν και τα διατηρούν μέχρι σήμερα. Στις γιορτές βρισκόντουσαν όλοι μαζί, αντάλλασαν επισκέψεις ο ένας στα σπίτια του άλλου και γλεντούσαν, τρώγοντας τα παραδοσιακά φαγητά και γλυκά τους, όπως το κανταΐφι τον μπακλαβά. Καθώς είχαν πάντα στο μυαλό τους ότι θα γυρίσουν πίσω, όταν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους δεν έλεγαν ποτέ εις υγεία αλλά καλή πατρίδα μου! Και αυτό κράτησε σχεδόν 30 με 40 χρόνια, γιατί μέχρι τότε όλοι πίστευαν ότι θα επιστρέψουν πίσω στη χαμένη πατρίδα, που όλοι θυμούνταν με νοσταλγία και αγάπη και την οποία ονόμαζαν «Γη της επαγγελίας», τόσο πολύ την είχαν εξιδανικεύσει!
Δυστυχώς τα βάσανα των προσφύγων της Αλικαρνασσού άργησαν να τελειώσουν. Κατά την περίοδο της Κατοχής πολλοί αναγκάστηκαν λόγω του αεροδρομίου και εξαιτίας του φόβου των βομβαρδισμών να φύγουν για την κρητική ενδοχώρα. Και η οικογένεια μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλικαρνασσό και να περιπλανηθεί σε κάποια χωριά της Μεσαράς μέχρι να καταλήξει στον Μπαδιά. Στην αρχή ο πατέρας μου έλειπε, γιατί πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και εκεί τραυματίστηκε. Έτσι, για ένα διάστημα έμεινε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, μέχρι να συνέλθει και όταν επέστρεψε στην Κρήτη, οι Γερμανοί τον πήρανε αιχμάλωτο και τον οδήγησαν μαζί με πολλούς άλλους στο Καστέλι. Εκεί τους υποχρέωναν να εργαστούν, για να διαμορφώσουν το αεροδρόμιο του Καστελίου.
Στον Μπαδιά στην οικογένειά μου είχαν δώσει ένα δωμάτιο μικρό και στενό στο οποίο ο πατέρας μου είχε φτιάξει έναν οντά και έτσι κοιμόμασταν εκεί πάνω τα παιδιά και κάτω ο πατέρας με τη μάνα μου. Από τη διαμονή μου στο χωριό αυτό θυμάμαι πολύ έντονα το εξής περιστατικό: Μία μέρα ο πατέρας μου το έσκασε από το Καστέλι και ήρθε να μας βρει στο σπίτι που μέναμε στο χωριό. Οι Γερμανοί που ήξεραν πού μένει η οικογένεια του αμέσως τον αναζήτησαν. Επειδή όμως οι χωριανοί που είδαν τους Γερμανούς να πλησιάζουν, ειδοποίησαν τον πατέρα μου, εκείνος πρόλαβε να κρυφτεί σε ένα χωράφι σπαρμένο με ψηλά στάχυα και έτσι οι Γερμανοί δεν τον βρήκαν και έφυγαν άπρακτοι. Όταν πριν από είκοσι χρόνια επισκέφτηκα ξανά το χωριό με πολύ συγκίνηση συνάντησα κάποιους κατοίκους που ζούσαν ακόμα και θυμόντουσαν εμένα και την οικογένειά μου.
Η ιστορία της oικογένειας Βαρδαξή
Ονομάζομαι Ευδοξία Βαρδαξή, το πατρικό μου είναι Πολίτου και κατάγομαι από τη Σμύρνη. Η οικογένεια μου ήταν κάπως ευκατάστατη για αυτό και εγώ και τα άλλα τρία αδέρφια μου –ήμασταν τρία κορίτσια και ένα αγόρι- καταφέραμε να τελειώσουμε το σχολείο, το ελληνικό και το τούρκικο Γυμνάσιο. Η ζωή στη Σμύρνη για τους απλούς ανθρώπους ήταν ιδιαίτερα καλή, με την έννοια ότι ζούσαμε ειρηνικά και δεν είχαμε προβλήματα με τους Τούρκους. Τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για τους οι προύχοντες. Αυτοί δεν ήταν ποτέ ήσυχοι. Πάντα κάτι ήθελαν οι Τούρκοι. Πάντα τους ενοχλούσαν, πάντα γινόντουσαν επεισόδια μαζί τους.
Όταν παντρεύτηκα τον Βαρδαξή μετακόμισα στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας. Αυτός εκεί είχε μεγάλη περιουσία και ζούσαμε μέσα σε ένα τεράστιο περιβόλι. Ο άντρας μου ο Βαρδαξής, για να γυρίσει με το άλογο ολόκληρη την περιουσία του χρειαζόταν 24 ώρες! Εκεί είχαμε Τούρκους στη δούλεψή μας και δεν υπήρχε μαζί τους κανένα πρόβλημα. Ζούσαμε αρμονικά. Και στη γειτονιά τα ελληνόπουλα με τα τουρκοπούλα ζούσαν μαζί ,έπαιζαν μαζί, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Όμως σε γενικές γραμμές οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ ήσυχοι με τους Τούρκους, γιατί εκείνοι πάντα κυνηγούσαν τους Έλληνες. Άλλοτε επιδίωκαν να κάψουν ένα ελληνικό σχολείο, άλλοτε κυνηγούσαν τους προύχοντες να τους βάλουν φυλακή, ειδικά τον άντρα μου που ήταν προύχοντας της περιοχής τον έβαζαν συχνά στη φυλακή. Να σκεφτείτε ένα βράδυ τον κατέβασα στο πηγάδι για να τον κρύψω, να μην μου τον πάρουν οι Τούρκοι!
Στην Αλικαρνασσό κάποτε έφεραν έναν καδή, ο οποίος ήταν από τη Σμύρνη. Και εγώ σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ το γεγονός ότι ήμουν Σμυρνιά. Έβαλα λοιπόν σε ένα καλάθι φρούτα της εποχής και πήγα να τον καλωσορίσω γιατί σκέφτηκα πως θα τον χρειαστώ αργότερα. Όταν πήγα να τον δω, δεν με άφηναν να μπω μέσα, για αυτό και έβαλα τις φωνές. Οπότε ο καδής λέει «Ποιος φωνάζει και γιατί φωνάζει;» Του εξήγησαν ότι είναι μία γυναίκα που φωνάζει, ότι κρατάει ένα καλάθι φρούτα, ότι λέει πως είναι χωριανή σας και ότι θέλει να σας δει. Λοιπόν αυτός ενθουσιάστηκε με την ιδέα και λέει «Να την αφήσετε!». Έτσι μπήκα μέσα και άρχισα τις γαλιφιές: «Είμαι και εγώ Σμυρνιά και σας έφερα αυτά τα φρούτα για το καλωσόρισμα. Δεν θέλω να θεωρηθεί δωροδοκία. Είναι απλά για το καλωσόρισμα». Και έτσι πιάσαμε σχέσεις και κάθε φορά που έπιαναν τον άντρα μου, πήγαινα το βράδυ και του ζητούσα να με εξυπηρετήσει και να τον αφήσουν ελεύθερο. Αυτός δεν μου έλεγε βέβαια φανερά ναι, αλλά ωστόσο όταν έφευγα, την επόμενη μέρα τον άφηναν ελεύθερο. Έτσι ζούσαμε εκεί.
Τώρα το πώς φύγαμε από εκεί, είναι μία μεγάλη ιστορία, διότι είχαν αγριέψει πάρα πολύ τα πράγματα. Οι Τούρκοι κλέβανε, βίαζαν, σκότωναν. Τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο και ο ίδιος ο καδής μου είπε: «Προσπάθησε να φύγεις, όσο νωρίτερα μπορείς». Κι όλα αυτά γινόντουσαν όπου υπήρχε Ελληνισμός στη Μικρά Ασία. Και όλοι οι άνθρωποι κατέφευγαν στα παράλια, για να φύγουν, γιατί δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, παρά μόνο η θάλασσα. Έτσι κατέβαιναν στα παράλια πάρα πολλοί άνθρωποι από την ενδοχώρα. Κατέβαιναν και έμεναν στον Βαρδαξή, γιατί ήταν τεράστιο το περιβόλι του. Εκεί τους κρατούσαμε δυο-τρεις μέρες στα σπίτια μας και μετά, όταν έβρισκαν καΐκια οι άνθρωποι, έφευγαν.
Έτσι έγινε και με τη δικιά μας οικογένεια. Τον άντρα μου δεν τον είδα, πριν φύγω. Είχαμε ήδη αποκτήσει τρία αγοράκια και την τελευταία φορά που τον είδα ήμουν έγκυος. Το μόνο που μου είπε ήταν : «Αν το παιδί που θα αποκτήσουμε είναι κορίτσι, θέλω να βγάλεις το όνομα της μητέρας σου, Πηνελόπη». Έτσι είχαν τα πράγματα και κατέβηκα στην παραλία αναζητώντας ένα καϊκι. Πρώτος είχε φύγει ο αδερφός μου και είχε πάει στην Κάλυμνο, εκεί θα προσπαθούσα να πάω και εγώ. Φεύγοντας άφηνα πίσω μου τα πάντα. Σπίτια, περιουσία, χρήματα, χρυσαφικά, τίποτα δεν μπορούσα να πάρω μαζί μου. Τότε στεναχωρήθηκε ένα τουρκάκι που ήταν στη δούλεψή μας στο περιβόλι και μου είπε «Δεν θέλω κυρά να στεναχωριέσαι. Πες μου πού πας και εγώ ότι μπορώ να στείλω, θα σου στείλω.» Και εγώ του απάντησα: «Θα πάω Κάλυμνο.» «Αύριο θα τα στείλω, Μαριά» μου είπε, γιατί έτσι με έλεγε. Και πράγματι το παιδί αυτό μάζεψε ό,τι μπορούσε άποψή του και μου τα έστειλε με ένα καϊκι στην Κάλυμνο. Και έτσι έχω σήμερα πολλά αντικείμενα που δείχνουν την καταγωγή μας, τα οποία εγώ τα φυλάω σαν κόρη οφθαλμού!
Με αυτόν τον τρόπο μπήκα με τα τέσσερα παιδιά μου στο καΐκι και ξεκίνησα για Κάλυμνο. Η μικρή μου κόρη ήταν μόλις τριών μηνών και δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Την ώρα που έφτανε η βάρκα στα μισά της διαδρομής, γύρισα το κεφάλι μου, για να δω για τελευταία φορά τον τόπο που άφηνα. «Να δω την πατρίδα μου για τελευταία φορά!» και τότε γύρισα και τι να δω; Τη θάλασσα να φλέγεται! Μα είναι δυνατόν η θάλασσα να φλέγεται; Κι όμως! Ήταν οι Τούρκοι στην παραλία και πετούσαν μέσα στα καΐκια που έφευγε ο κόσμος δάδες, για να τους κάψουν. Αυτή η εικόνα με έχει στιγματίσει!
Πραγματικά καταφέραμε και φτάσαμε στην Κάλυμνο. Μείναμε εκεί για δύο μέρες και εκεί το τουρκάκι μας έστειλε δύο μπαούλα με πράγματα από αυτά που θεώρησε ότι έπρεπε να στείλει. Έπειτα από λίγες μέρες αναχωρήσαμε για την Αθήνα. Φτάσαμε στην 3η Σεπτεμβρίου και εκεί συναντηθήκαμε με άλλους πρόσφυγες Μικρασιάτες. Εκεί έμαθα ότι ο άντρας μου είχε πεθάνει και εκεί μας βρήκε ο Μιχάλης; Ελευθεριάδης, ο οποίος πλέον ήταν πρόεδρος της Νέας Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Αυτός μας είπε: «Ελάτε στην Κρήτη και ανάλογα με τις περιουσίες που είχατε, θα σας δώσουμε περιουσία στην Αλικαρνασσό.» Και έτσι μία γυναίκα μόνη με τέσσερα παιδιά αναγκάστηκα και κατέβηκα στην Κρήτη.
Τον πρώτο καιρό μείναμε σε σπηλιές, δεν πήγαμε σε χωριό, μείναμε στην πόλη του Ηρακλείου. Μετά από λίγο καιρό ο κύριος Ελευθεριάδης άρχισε να μοιράζει περιουσίες. Τα οικόπεδα που ήταν από την πλευρά της θάλασσας τα βορινά, ήταν τα αστικά. Τα υπόλοιπα που ήταν νοτικά, ήταν τα γεωργικά. Μου έδωσαν ένα οικόπεδο και ένα κομμάτι χωράφι. Τίποτα άλλο, παρόλο που η περιουσία που είχαμε στη Μικρά Ασία ήταν τεράστια!
H ιστορία της οικογένειας της Μαρίκας Κυπραίου
Ονομάζομαι Μαρίκα Κυπραίου και είμαι Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς. Και οι δύο γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Η οικογένειά της μητέρας μου έχει καταγωγή από τη Μέλασσο της Μικράς Ασίας, ενώ ο πατέρας μου καταγόταν από μία περιοχή της Μικράς Ασίας που ονομαζόταν Αλάβαξ.
Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν γαιοκτήμονας στη Μικρά Ασία. Είχε πολλά κτήματα και σε αυτά δούλευαν Έλληνες αλλά και Τούρκοι. Ο ίδιος σαν άνθρωπος ήταν πολύ αγαπητός και για αυτό τον λόγο είχε και πολλούς φίλους Τούρκους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας χωροφύλακας που αγαπούσε πολύ τον παππού μου. Αυτός ο χωροφύλακας λίγο πριν την καταστροφή του 22 είπε μία μέρα στον παππού: «Μιχάλη πάρε τα παιδιά σου και φύγε από εδώ, γιατί στην Τουρκία πρόκειται να χυθεί πολύ αίμα. Αίμα ελληνικό. Πάρε τα παιδιά σου και φύγε να σωθείτε. Θα σας σφάξουν!» Όμως ο παππούς μου, δεν τον πίστεψε, γιατί θεωρούσε πως κάτι τέτοιο ήταν απίθανο να συμβεί και έτσι έμεινε στη Μικρά Ασία μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε η μεγάλη σφαγή.
Μόλις άρχισε η μεγάλη καταστροφή η αστυνομία πήρε τον παππού και τον έβαλε φυλακή. Έτσι γινόταν τότε: άλλους τους φυλάκιζαν, άλλους τους έσφαζαν, τις γυναίκες τις βίαζαν. Για αυτό τον λόγο οι άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται στα λιμάνια και όλοι προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν για την Ελλάδα. Ήταν τον Αύγουστο του 22 που οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη και την έκαψαν. Στην καταστροφή της Σμύρνης έγιναν φοβερά πράγματα! Οι Τούρκοι άρχισαν να σφάζουν τον κόσμο, να αρπάζουν τις γυναίκες και να τις βιάζουν, να κόβουν τις ρώγες από τα στήθη τους με τα σπαθιά τους. Και τι δεν έζησαν οι άνθρωποι στην προκυμαία της Σμύρνης! Δεν τα βάζει ο ανθρώπινος νους!
Όλα αυτά τα γνωρίζω από τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου, που ήταν μάρτυρας αυτής της φοβερής καταστροφής και τα είδε με τα μάτια της. Η γιαγιά μου μέχρι το 1922 που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, είχε αποκτήσει δώδεκα παιδιά. Και τα δώδεκα ήταν αγόρια! Όταν έφτασε η ώρα της μεγάλης καταστροφής, λίγο πριν φύγει από το σπίτι της, για να ξεκινήσει το ταξίδι για το λιμάνι της Σμύρνης και στη συνέχεια για την Ελλάδα, ζύμωσε και έψησε για το κάθε παιδί της ένα ψωμάκι. Μέσα σε κάθε ψωμί έβαλε μερικά χρυσά πεντόλιρα και έπειτα τα μοίρασε και στα δώδεκα παιδιά της. Η ίδια δεν ήξερε αν μέσα σε αυτή τη μεγάλη καταστροφή, θα κατόρθωνε να οδηγήσει όλα τα παιδιά και χωρίς τη βοήθεια του άντρα της που βρισκόταν στη φυλακή, με ασφάλεια στην Ελλάδα. Ήθελε λοιπόν σε περίπτωση που χωριστεί με τα παιδιά της, το καθένα από αυτά να έχει χρήματα μαζί του, για να μπορέσει, όπου και αν βρεθεί, να τα χρησιμοποιήσει για την επιβίωσή του. Πράγματι, όταν μετά από πολύ κόπο και φοβερές περιπέτειες κατάφερε να φτάσει στο λιμάνι της Σμύρνης, είχε μείνει μόνο με τέσσερα από τα δώδεκα παιδιά της! Τα υπόλοιπα χάθηκαν στον δρόμο. Και σαν να μην έφτανε αυτή η δυστυχία, εκεί στην προκυμαία της Σμύρνης οι Τουρκοαλβανοί της άρπαξαν και τον μεγάλο της γιο, τον Κωστή, που τότε ήταν δεκατεσσάρων χρόνων! Τον πήραν μαζί τους, για να τον κάνουν σκλάβο τους. Και έτσι, μετά και από αυτή την απώλεια, η γιαγιά κατόρθωσε με τα υπόλοιπα παιδιά της να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με τελικό προορισμό την Κρήτη.
Ο παππούς, που όλο αυτό το διάστημα βρισκόταν στη φυλακή, κατάφερε και αυτός κάποια στιγμή να αποφυλακιστεί, αφού οι Τούρκοι τον άφησαν τελικά ελεύθερο. Στην αποφυλάκισή του βοήθησε σημαντικά το ότι ήταν αγαπητός στους Τούρκους της περιοχής του και κυρίως το γεγονός ότι είχε φίλο τον Τούρκο χωροφύλακα, ο οποίος φρόντισε να τον βγάλει από την φυλακή. Μόλις ελευθερώθηκε, επέστρεψε στα κτήματά του, γιατί εκεί σε κάποιο σημείο ενός κτήματος είχε θάψει μέσα στο έδαφος μία η αρμαθιά με πεντόλιρα περασμένα σε σύρμα. Τα ξέθαψε, τα πήρε μαζί του και αμέσως άρχισε να ψάχνει να μάθει πού ήταν η γυναίκα και τα παιδιά του. Από κάποιους γνωστούς του πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του με όσα από παιδιά τους είχαν επιζήσει, είχαν καταφύγει στην Κρήτη, αλλά και πως ο μεγάλος του γιος είχε απαχθεί από τους Τουρκαλβανούς και είχε μεταφερθεί στη Μακεδονία. Τότε ο παππούς μου πήρε την αρμαθιά με τα πεντόλιρα, τα έζωσε στη μέση του και ξεκίνησε για τη Μακεδονία, για να αναζητήσει τον μεγάλο του γιο. Όταν τον βρήκε, έδωσε ολόκληρη την αρμαθιά προκειμένου να τον ελευθερώσει και μαζί κατέβηκαν στην Κρήτη, για να ενωθούν με την υπόλοιπη οικογένεια. Έτσι ο παππούς βρέθηκε ξανά με τη γυναίκα του και τα τέσσερα από τα δώδεκα παιδιά τους, εδώ στην Κρήτη.
Στην Κρήτη ο πρόεδρος της Αλικαρνασσού, ο Ελευθεριάδης, βοήθησε όλους τους πρόσφυγες να αποκτήσουν από ένα δωμάτιο. Είχε φτιάξει μια σειρά από δωμάτια και έδινε ένα σε κάθε μία προσφυγική οικογένεια. Τα δωμάτια αυτά ονομάστηκαν προσφυγικά. Ο Ελευθεριάδης άλλωστε χάραξε και τον δρόμο της Αλικαρνασσού που σήμερα ονομάζεται οδός Ηροδότου και παράλληλα έφτιαξε και το πρώτο σχολείο, το δημοτικό στο οποίο φοίτησα αργότερα και εγώ.
Οι Μικρασιάτες που έμεναν στην Αλικαρνασσό, ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και συνεχώς συνεργάζονταν, για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον κυρίως για να μεγαλώσουν τα σπίτια τους. Κάθε φορά που κάποιος είχε λίγα χρήματα, όλοι βοηθούσαν, για να χτίσει ένα ακόμα δωμάτιο και να μεγαλώσει το σπίτι του: άλλος σοβάντιζε, άλλος έβαφε και μέσα από αυτή τη συνεργασία, σιγά σιγά η ζωή γινόταν καλύτερη για όλους. Και στον ελεύθερο χρόνο τους έσμιγαν όλοι μαζί και γλεντούσαν. Μπορεί να μην είχαν χρήματα για να φάνε, αλλά στον ελεύθερο τους χρόνο τους άρεσε να γλεντάνε. Με αυτόν τον τρόπο ξεχνούσαν τον πόνο της προσφυγιάς και διατηρούσαν με τα τραγούδια και τους χορούς τους ζωντανή τη μνήμη της χαμένης πατρίδας. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς μου, οι εμπειρίες της οικογένειας μου, ο ιδιαίτερος τρόπος της ζωής των Μικρασιατών προσφύγων της Αλικαρνασσού και γενικότερα το γεγονός ότι έχω μικρασιατική καταγωγή, όπως αντιλαμβάνεστε έχει σημαδέψει ολόκληρη τη ζωή μου.
Επιμέλεια: Ελευθερία Τζανάκη
Απομαγνητοφωνημένες και ελαφρά διασκευασμένες προφορικές μαρτυρίες με στόχο να αξιοποιηθούν για δραματοποίηση από τον Θεατρικό Όμιλο του σχολείου.
Η ιστορία του παππού Μπουγά
Λέγομαι Μαρία Σπύρου και θα αφηγηθώ την ιστορία του παππού μου, όπως μου την έλεγε, όταν ήμουν μικρό παιδί. Ο παππούς μου ο Κωνσταντίνος Μπουγάς γεννήθηκε στη Μέλασο της Μικράς Ασίας. Ζούσε με την οικογένειά του και τη μεγαλύτερη αδερφή του σε ένα πολύ ωραίο μέρος. Ήταν πλούσιοι άνθρωποι και είχαν πάρα πολύ γη που την καλλιεργούσαν. Ο πατέρας του παππού μου είχε ένα άσπρο άλογο από ό,τι μου έλεγε. Θυμόταν κάποιες σκηνές, γιατί ήταν μικρός, ήταν 6, 7 χρόνων, όταν έφυγε και θυμόταν λίγα πράγματα από τη ζωή του στη Μέλασο.
Όταν ξεκίνησε η σφαγή των Ελλήνων από τους Τούρκους και είχαν καταφτάσει στο χωριό πλέον, είχαν σκοτώσει τον πατέρα του, τον είχαν σφάξει οι Τούρκοι. Βλέποντας η μητέρα του ότι κινδύνευαν και τα παιδιά της και η ίδια, γιατί η Μέλασο ήταν ενδοχώρα της Τουρκίας, προσπάθησε να φυγαδεύσει και πράγματι φυγάδευσε τη μεγάλη της κόρη. Εκείνη ήταν περίπου 12 χρόνων και μπορούσε να φύγει. Την έντυσε με ρούχα γριάς και της είπε να αρχίσει να προχωράει μαζί με τον κόσμο και όπου βρει θάλασσα, καράβια, βάρκα οτιδήποτε να μπει μέσα και να φύγει για την Ελλάδα. Πραγματικά το κορίτσι έφυγε, ο παππούς μου όμως ο Μπουγάς ήταν πολύ μικρός, για να μπορέσει να το φυγαδεύσει μαζί της. Βλέποντας λοιπόν ότι ο κλοιός γύρω από το χωριό τους στένευε και ότι το παιδί κινδύνευε, το έκρυψε μέσα σε ένα πιθάρι που βρισκόταν μέσα σε μία αυλή και του είπε ότι «δεν θα βγεις από κει μέσα, μέχρι να ακούσεις πολύ ησυχία και να είναι σκοτεινά».
Πραγματικά το παιδί έμεινε μέσα στο πιθάρι για πάρα πολλές ώρες. Κάποια στιγμή έπρεπε να βγει, είχε πια σκοτεινιάσει, σήκωσε το καπάκι από το πιθάρι και βγήκε. Η μητέρα του ήταν σφαγμένη. Άρχισε λοιπόν να τρέχει και να κλαίει στους δρόμους του χωριού που ζούσε. Στον δρόμο που έτρεχε κλαίγοντας, τον βρήκαν δύο ξαδέρφες της μητέρας του και το πήραν μαζί τους, φεύγοντας. Αρχίσανε να περπατάνε, για να φτάσουν στα παράλια και να μπορέσουν να βρουν καράβι, για να φύγουν από τη Μικρά Ασία. Έφτασαν λοιπόν στα παράλια και τους έβαλαν σε μία βάρκα λόγω του ότι ήταν γυναίκες και ένα μικρό παιδί και τους έφεραν στην Κρήτη, τους έφεραν στο Ηράκλειο.
Χαθήκανε λοιπόν τα ίχνη των δύο αδερφών. Η αδερφή του πίστευε ότι ο αδερφός της είχε σφαχτεί από τους Τούρκους, όπως και εκείνος για αυτήν. Πέρασαν χρόνια πολλά λοιπόν και ήρθε ο καιρός ο παππούς να πάει στον στρατό, για να πολεμήσει στον ελληνοαλβανικό πόλεμο. Ήταν σε ηλικία που θα πήγαινε στρατιώτης, για να πολεμήσει. Έφυγε λοιπόν από την Κρήτη με το καράβι και πήγε στον Πειραιά. Εκεί, όταν φτάνανε οι στρατιώτες από διάφορα νησιά της Ελλάδος, μαζευόταν σε παράταξη, για να φύγουν για το μέτωπο. Αυτοί πηγαίνανε στα τρένα, και όταν φώναζαν τα ονόματά τους, μπαίνανε μέσα και έφευγαν για το μέτωπο.
Η αδερφή του παππού μου, η Ουράνια Μπουγά, όντας πιο μεγάλη από τον παππού αρκετά χρόνια και επειδή θυμόταν πόσο χρονών ήταν ο αδερφός της, υπολόγισε ότι ο αδερφός της, αν ζούσε, τώρα θα πήγαινε να πολεμήσει. Κάθε πρωί λοιπόν πήγαινε εκεί που ήταν παραταγμένοι οι στρατιώτες, για να μπουν στα τρένα και να πάνε στον πόλεμο, περνούσε από όλους τους λόχους και φώναζε το όνομά του , σε όλη την παράταξη που ήταν οι στρατιώτες. Κάποια μέρα λοιπόν, ένα πρωινό, εκεί που φώναζε Κωνσταντίνος Μπουγάς, Κωνσταντίνος Μπουγάς, άκουσε: «Παρόν». Πήγε κοντά λοιπόν και είδε τον αδερφό της. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιόταν τα αδέρφια μετά από πάρα πολλά χρόνια. Δύο χαμένα αδέρφια συναντήθηκαν στους λόχους που ήταν παραταγμένοι οι στρατιώτες, για να πάνε στον πόλεμο.
Αυτή ήταν η ιστορία του παππού μου, του Μπουγά, και μάλιστα όποτε μου την έλεγε έκλαιγε, και επειδή έκλαιγε εκείνος, έκλαιγα και εγώ πάντα μαζί του.
Η ιστορία της οικογένειας Μυλωνά
Ονομάζομαι Ελευθέριος Μυλωνάς. Το επίθετό μου σχετίζεται με το επάγγελμα των προγόνων μου στη Μικρά Ασία, γιατί εκεί είχαν μύλους και άλεθαν το σιτάρι. Η οικογένεια του πατέρα μου ήρθε στην Κρήτη το 1923. Πρώτα έφτασε η μητέρα του με τα αδέρφια του το ‘23 και ο ίδιος ο πατέρας μου ήρθε αργότερα. Η γιαγιά ήρθε μόνη με τα παιδιά της χωρίς τον άντρα της. Αυτόν τον είχαν επιστρατεύσει οι Τούρκοι , για να πολεμήσει στο στρατό τους κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Η οικογένεια του δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε. Το πιθανότερο ήταν πως σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Ο πατέρας μου δεν ήρθε με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Κρήτη, γιατί κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής παρόλο που ήταν τότε μόλις 16 χρονών, οι Τούρκοι τον έπιασαν και τον έστειλαν σε στρατόπεδο εργασίας στα βάθη της Ανατολίας. Στο στρατόπεδο οι συνθήκες ήταν άθλιες και ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά. Παρά την εξοντωτική εργασία, δεν τους έδιναν να φάνε, ούτε να πιουν νερό. Ο ίδιος ο πατέρας μου, για να επιβιώσει, αναγκάστηκε να πιει τα ούρα του, για να γλιτώσει από τη δίψα. Ένας βράδυ, ένας Τούρκος στρατιώτης που φυλούσε σκοπιά, είδε τον πατέρα και έναν συνομίληκο φίλο του, που ήταν και εκείνος από την Αλικαρνασσό, να είναι εξαθλιωμένοι και τους λυπήθηκε, γιατί ήταν μικρά παιδιά. Κατάλαβε πως δεν θα αντέξουν τις κακουχίες και αποφάσισε να τους γλιτώσει από έναν βέβαιο θάνατο. Έτσι τους έδωσε να φάνε λίγο τυρί και γαλέτες -το φαγητό που έτρωγε τότε ο στρατός- και τους άφησε να φύγουν, αφού πρώτα τους συμβούλευσε να ταξιδεύουν μέσα από απόμερα μέρη και από δάση κατά τη διάρκεια της μέρας και μόνο τη νύχτα να πλησιάζουν χωριά και κατοικημένες περιοχές. Αυτοί ακολούθησαν πιστά τη συμβουλή του και κάποια στιγμή μετά από αρκετές μέρες έφτασαν σε μία παραλία. Εκεί υπήρχε ένα καϊκι, το οποίο είχε ελληνική σημαία και οι άνθρωποι που ήταν μέσα μιλούσαν ελληνικά. Περίμεναν κρυμμένοι μέχρι να νυχτώσει και το βράδυ πλησίασαν το καράβι και τους ζήτησαν να τους πάρουν μαζί τους και να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα Το καΐκι αυτό ήταν από την Κεφαλονιά και ο καπετάνιος που τους λυπήθηκε, τους πήρε μαζί του.
Όταν έφτασαν στην Κεφαλονιά, παρακάλεσε ένα φίλο του καφετζή, ο οποίος ήθελε βοήθεια στο μαγαζί του, να τους προσλάβει για γκαρσόνια. Αυτός είχε ένα σπίτι διώροφο. Στο ισόγειο είχε το μαγαζί και στον πάνω όροφο το σπίτι του. Τους κράτησε λοιπόν να του δουλεύουν σαν γκαρσόνια και τους έβαλε να κοιμούνται μέσα στο μαγαζί κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του. Εκεί ο πατέρας μου βοηθώντας στο καφενείο, έμαθε καλή αριθμητική, παρατηρώντας τους θαμώνες του μαγαζιού να παίζουν χαρτιά. Έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου μία μέρα η γυναίκα του καφετζή άκουσε στο ραδιόφωνο στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού την εξής ανακοίνωση: «Αναζητείται ο Σταύρος Μυλωνάς. Τον αναζητεί η μητέρα του Μαρία και τα αδέρφια του Πάτρα, Στέργιος και η Μαρίνα». Αυτή κατάλαβε αμέσως ότι πρόκειται για τον πατέρα μου, τον πλησίασε λοιπόν και τον ρώτησε: « Πώς λένε τη μητέρα και τα αδέρφια σου;» Αυτός απάντησε: «Η μητέρα μου ονομάζεται Μαρία και τα αδέρφια μου Πάτρα, Στέργιος και η Μαρίνα» Τότε του είπε: «Μόλις άκουσα την ανακοίνωση του Ερυθρού Σταυρού. Η οικογένειά σου είναι στην Κρήτη και σε αναζητά.» Στη συνέχεια ο καφετζής τον βοήθησε να βρει ένα μέσο για να έρθει στην Κρήτη και έτσι ο πατέρας μου έσμιξε ξανά με την οικογένειά του.
Στην Κρήτη όταν έφτασε η οικογένεια του πατέρα μου εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Αλικαρνασσού. Η περιοχή εδώ άνηκε σε έναν Τούρκο αγά και ήταν καλλιεργήσιμη. Όταν αυτός με την ανταλλαγή των πληθυσμών υποχρεώθηκε να φύγει για την Τουρκία, το ελληνικό κράτος έδωσε τη γη στους πρόσφυγες. Καθώς στην περιοχή δεν υπήρχαν ντόπιοι Ηρακλειώτες και ο τόπος κατακλύστηκε από πρόσφυγες, που οι περισσότεροι ήταν συγγενείς μεταξύ τους ή γνωστοί, γιατί κατάγονταν από τον ίδιο τόπο, η περιοχή ονομάστηκε Νέα Αλικαρνασσός. Πρώτος πρόεδρος της περιοχής ήταν ο Ελευθεριάδης, ένας μορφωμένος δικηγόρος, φίλος του Βενιζέλου –οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν Βενιζελικοί σε ποσοστό που έφτανε το 80 τοις εκατό- ο οποίος μάλιστα σχεδίασε μόνος του το σχέδιο του οικισμού και βοήθησε πολύ την περιοχή. Σήμερα υπάρχει και δρόμος στην Αλικαρνασσό που φέρει το όνομά του.
Όταν η οικογένεια του πατέρα μου ρωτήθηκε για το επάγγελμά της στη Μικρά Ασία δήλωσαν πως ήταν αγρότες και έτσι τους δόθηκαν με κλήρο κάποια χωράφια στην περιοχή, τα οποία αμέσως άρχισαν να τα καλλιεργούν. Σε κάποιους πρόσφυγες έδωσαν σπίτια εντός του οικισμού και σε άλλους λίγα χρήματα και ξύλα, για να τα φτιάξουν εκτός του οικισμού. Επειδή οι πρόσφυγες ήταν μεταξύ τους δεμένοι και υπήρχε μεγάλη αλληλεγγύη, όλοι βοηθούσαν στο χτίσιμο των νέων σπιτιών και έτσι με τη βοήθεια που ένας πρόσφερε στον άλλο κατάφεραν να βελτιώσουν σιγά σιγά τις συνθήκες της ζωής τους. Αργότερα οι πρόσφυγες συμμετείχαν ενεργά και στο χτίσιμο του γηπέδου του Ηροδότου, του ναού του Αγίου Νικολάου και του πρώτου δημοτικού.
Τα πρώτα χρόνια τα παιδιά των προσφύγων δεν πήγαιναν σχολείο, γιατί σχολεία δεν είχε ακόμα χτιστεί στην περιοχή. Αλλά και αργότερα όταν κτίστηκαν τα σχολεία, ελάχιστοι πρόσφυγες συνέχιζαν τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο, γιατί οι περισσότεροι προέρχονταν από πολύ φτωχές οικογένειες και έτσι εγκατέλειπαν το σχολείο, για να εργαστούν και να βοηθήσουν την οικογένειά τους.
Οι πρόσφυγες έφυγαν από την Μικρά Ασία, αλλά δεν ξέχασαν τα έθιμά τους. Τα έφεραν μαζί τους εδώ, τα διατήρησαν και τα διατηρούν μέχρι σήμερα. Στις γιορτές βρισκόντουσαν όλοι μαζί, αντάλλασαν επισκέψεις ο ένας στα σπίτια του άλλου και γλεντούσαν, τρώγοντας τα παραδοσιακά φαγητά και γλυκά τους, όπως το κανταΐφι τον μπακλαβά. Καθώς είχαν πάντα στο μυαλό τους ότι θα γυρίσουν πίσω, όταν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους δεν έλεγαν ποτέ εις υγεία αλλά καλή πατρίδα μου! Και αυτό κράτησε σχεδόν 30 με 40 χρόνια, γιατί μέχρι τότε όλοι πίστευαν ότι θα επιστρέψουν πίσω στη χαμένη πατρίδα, που όλοι θυμούνταν με νοσταλγία και αγάπη και την οποία ονόμαζαν «Γη της επαγγελίας», τόσο πολύ την είχαν εξιδανικεύσει!
Δυστυχώς τα βάσανα των προσφύγων της Αλικαρνασσού άργησαν να τελειώσουν. Κατά την περίοδο της Κατοχής πολλοί αναγκάστηκαν λόγω του αεροδρομίου και εξαιτίας του φόβου των βομβαρδισμών να φύγουν για την κρητική ενδοχώρα. Και η οικογένεια μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλικαρνασσό και να περιπλανηθεί σε κάποια χωριά της Μεσαράς μέχρι να καταλήξει στον Μπαδιά. Στην αρχή ο πατέρας μου έλειπε, γιατί πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και εκεί τραυματίστηκε. Έτσι, για ένα διάστημα έμεινε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, μέχρι να συνέλθει και όταν επέστρεψε στην Κρήτη, οι Γερμανοί τον πήρανε αιχμάλωτο και τον οδήγησαν μαζί με πολλούς άλλους στο Καστέλι. Εκεί τους υποχρέωναν να εργαστούν, για να διαμορφώσουν το αεροδρόμιο του Καστελίου.
Στον Μπαδιά στην οικογένειά μου είχαν δώσει ένα δωμάτιο μικρό και στενό στο οποίο ο πατέρας μου είχε φτιάξει έναν οντά και έτσι κοιμόμασταν εκεί πάνω τα παιδιά και κάτω ο πατέρας με τη μάνα μου. Από τη διαμονή μου στο χωριό αυτό θυμάμαι πολύ έντονα το εξής περιστατικό: Μία μέρα ο πατέρας μου το έσκασε από το Καστέλι και ήρθε να μας βρει στο σπίτι που μέναμε στο χωριό. Οι Γερμανοί που ήξεραν πού μένει η οικογένεια του αμέσως τον αναζήτησαν. Επειδή όμως οι χωριανοί που είδαν τους Γερμανούς να πλησιάζουν, ειδοποίησαν τον πατέρα μου, εκείνος πρόλαβε να κρυφτεί σε ένα χωράφι σπαρμένο με ψηλά στάχυα και έτσι οι Γερμανοί δεν τον βρήκαν και έφυγαν άπρακτοι. Όταν πριν από είκοσι χρόνια επισκέφτηκα ξανά το χωριό με πολύ συγκίνηση συνάντησα κάποιους κατοίκους που ζούσαν ακόμα και θυμόντουσαν εμένα και την οικογένειά μου.
Η ιστορία της oικογένειας Βαρδαξή
Ονομάζομαι Ευδοξία Βαρδαξή, το πατρικό μου είναι Πολίτου και κατάγομαι από τη Σμύρνη. Η οικογένεια μου ήταν κάπως ευκατάστατη για αυτό και εγώ και τα άλλα τρία αδέρφια μου –ήμασταν τρία κορίτσια και ένα αγόρι- καταφέραμε να τελειώσουμε το σχολείο, το ελληνικό και το τούρκικο Γυμνάσιο. Η ζωή στη Σμύρνη για τους απλούς ανθρώπους ήταν ιδιαίτερα καλή, με την έννοια ότι ζούσαμε ειρηνικά και δεν είχαμε προβλήματα με τους Τούρκους. Τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για τους οι προύχοντες. Αυτοί δεν ήταν ποτέ ήσυχοι. Πάντα κάτι ήθελαν οι Τούρκοι. Πάντα τους ενοχλούσαν, πάντα γινόντουσαν επεισόδια μαζί τους.
Όταν παντρεύτηκα τον Βαρδαξή μετακόμισα στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας. Αυτός εκεί είχε μεγάλη περιουσία και ζούσαμε μέσα σε ένα τεράστιο περιβόλι. Ο άντρας μου ο Βαρδαξής, για να γυρίσει με το άλογο ολόκληρη την περιουσία του χρειαζόταν 24 ώρες! Εκεί είχαμε Τούρκους στη δούλεψή μας και δεν υπήρχε μαζί τους κανένα πρόβλημα. Ζούσαμε αρμονικά. Και στη γειτονιά τα ελληνόπουλα με τα τουρκοπούλα ζούσαν μαζί ,έπαιζαν μαζί, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Όμως σε γενικές γραμμές οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ ήσυχοι με τους Τούρκους, γιατί εκείνοι πάντα κυνηγούσαν τους Έλληνες. Άλλοτε επιδίωκαν να κάψουν ένα ελληνικό σχολείο, άλλοτε κυνηγούσαν τους προύχοντες να τους βάλουν φυλακή, ειδικά τον άντρα μου που ήταν προύχοντας της περιοχής τον έβαζαν συχνά στη φυλακή. Να σκεφτείτε ένα βράδυ τον κατέβασα στο πηγάδι για να τον κρύψω, να μην μου τον πάρουν οι Τούρκοι!
Στην Αλικαρνασσό κάποτε έφεραν έναν καδή, ο οποίος ήταν από τη Σμύρνη. Και εγώ σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ το γεγονός ότι ήμουν Σμυρνιά. Έβαλα λοιπόν σε ένα καλάθι φρούτα της εποχής και πήγα να τον καλωσορίσω γιατί σκέφτηκα πως θα τον χρειαστώ αργότερα. Όταν πήγα να τον δω, δεν με άφηναν να μπω μέσα, για αυτό και έβαλα τις φωνές. Οπότε ο καδής λέει «Ποιος φωνάζει και γιατί φωνάζει;» Του εξήγησαν ότι είναι μία γυναίκα που φωνάζει, ότι κρατάει ένα καλάθι φρούτα, ότι λέει πως είναι χωριανή σας και ότι θέλει να σας δει. Λοιπόν αυτός ενθουσιάστηκε με την ιδέα και λέει «Να την αφήσετε!». Έτσι μπήκα μέσα και άρχισα τις γαλιφιές: «Είμαι και εγώ Σμυρνιά και σας έφερα αυτά τα φρούτα για το καλωσόρισμα. Δεν θέλω να θεωρηθεί δωροδοκία. Είναι απλά για το καλωσόρισμα». Και έτσι πιάσαμε σχέσεις και κάθε φορά που έπιαναν τον άντρα μου, πήγαινα το βράδυ και του ζητούσα να με εξυπηρετήσει και να τον αφήσουν ελεύθερο. Αυτός δεν μου έλεγε βέβαια φανερά ναι, αλλά ωστόσο όταν έφευγα, την επόμενη μέρα τον άφηναν ελεύθερο. Έτσι ζούσαμε εκεί.
Τώρα το πώς φύγαμε από εκεί, είναι μία μεγάλη ιστορία, διότι είχαν αγριέψει πάρα πολύ τα πράγματα. Οι Τούρκοι κλέβανε, βίαζαν, σκότωναν. Τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο και ο ίδιος ο καδής μου είπε: «Προσπάθησε να φύγεις, όσο νωρίτερα μπορείς». Κι όλα αυτά γινόντουσαν όπου υπήρχε Ελληνισμός στη Μικρά Ασία. Και όλοι οι άνθρωποι κατέφευγαν στα παράλια, για να φύγουν, γιατί δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, παρά μόνο η θάλασσα. Έτσι κατέβαιναν στα παράλια πάρα πολλοί άνθρωποι από την ενδοχώρα. Κατέβαιναν και έμεναν στον Βαρδαξή, γιατί ήταν τεράστιο το περιβόλι του. Εκεί τους κρατούσαμε δυο-τρεις μέρες στα σπίτια μας και μετά, όταν έβρισκαν καΐκια οι άνθρωποι, έφευγαν.
Έτσι έγινε και με τη δικιά μας οικογένεια. Τον άντρα μου δεν τον είδα, πριν φύγω. Είχαμε ήδη αποκτήσει τρία αγοράκια και την τελευταία φορά που τον είδα ήμουν έγκυος. Το μόνο που μου είπε ήταν : «Αν το παιδί που θα αποκτήσουμε είναι κορίτσι, θέλω να βγάλεις το όνομα της μητέρας σου, Πηνελόπη». Έτσι είχαν τα πράγματα και κατέβηκα στην παραλία αναζητώντας ένα καϊκι. Πρώτος είχε φύγει ο αδερφός μου και είχε πάει στην Κάλυμνο, εκεί θα προσπαθούσα να πάω και εγώ. Φεύγοντας άφηνα πίσω μου τα πάντα. Σπίτια, περιουσία, χρήματα, χρυσαφικά, τίποτα δεν μπορούσα να πάρω μαζί μου. Τότε στεναχωρήθηκε ένα τουρκάκι που ήταν στη δούλεψή μας στο περιβόλι και μου είπε «Δεν θέλω κυρά να στεναχωριέσαι. Πες μου πού πας και εγώ ότι μπορώ να στείλω, θα σου στείλω.» Και εγώ του απάντησα: «Θα πάω Κάλυμνο.» «Αύριο θα τα στείλω, Μαριά» μου είπε, γιατί έτσι με έλεγε. Και πράγματι το παιδί αυτό μάζεψε ό,τι μπορούσε άποψή του και μου τα έστειλε με ένα καϊκι στην Κάλυμνο. Και έτσι έχω σήμερα πολλά αντικείμενα που δείχνουν την καταγωγή μας, τα οποία εγώ τα φυλάω σαν κόρη οφθαλμού!
Με αυτόν τον τρόπο μπήκα με τα τέσσερα παιδιά μου στο καΐκι και ξεκίνησα για Κάλυμνο. Η μικρή μου κόρη ήταν μόλις τριών μηνών και δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Την ώρα που έφτανε η βάρκα στα μισά της διαδρομής, γύρισα το κεφάλι μου, για να δω για τελευταία φορά τον τόπο που άφηνα. «Να δω την πατρίδα μου για τελευταία φορά!» και τότε γύρισα και τι να δω; Τη θάλασσα να φλέγεται! Μα είναι δυνατόν η θάλασσα να φλέγεται; Κι όμως! Ήταν οι Τούρκοι στην παραλία και πετούσαν μέσα στα καΐκια που έφευγε ο κόσμος δάδες, για να τους κάψουν. Αυτή η εικόνα με έχει στιγματίσει!
Πραγματικά καταφέραμε και φτάσαμε στην Κάλυμνο. Μείναμε εκεί για δύο μέρες και εκεί το τουρκάκι μας έστειλε δύο μπαούλα με πράγματα από αυτά που θεώρησε ότι έπρεπε να στείλει. Έπειτα από λίγες μέρες αναχωρήσαμε για την Αθήνα. Φτάσαμε στην 3η Σεπτεμβρίου και εκεί συναντηθήκαμε με άλλους πρόσφυγες Μικρασιάτες. Εκεί έμαθα ότι ο άντρας μου είχε πεθάνει και εκεί μας βρήκε ο Μιχάλης; Ελευθεριάδης, ο οποίος πλέον ήταν πρόεδρος της Νέας Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Αυτός μας είπε: «Ελάτε στην Κρήτη και ανάλογα με τις περιουσίες που είχατε, θα σας δώσουμε περιουσία στην Αλικαρνασσό.» Και έτσι μία γυναίκα μόνη με τέσσερα παιδιά αναγκάστηκα και κατέβηκα στην Κρήτη.
Τον πρώτο καιρό μείναμε σε σπηλιές, δεν πήγαμε σε χωριό, μείναμε στην πόλη του Ηρακλείου. Μετά από λίγο καιρό ο κύριος Ελευθεριάδης άρχισε να μοιράζει περιουσίες. Τα οικόπεδα που ήταν από την πλευρά της θάλασσας τα βορινά, ήταν τα αστικά. Τα υπόλοιπα που ήταν νοτικά, ήταν τα γεωργικά. Μου έδωσαν ένα οικόπεδο και ένα κομμάτι χωράφι. Τίποτα άλλο, παρόλο που η περιουσία που είχαμε στη Μικρά Ασία ήταν τεράστια!
H ιστορία της οικογένειας της Μαρίκας Κυπραίου
Ονομάζομαι Μαρίκα Κυπραίου και είμαι Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς. Και οι δύο γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Η οικογένειά της μητέρας μου έχει καταγωγή από τη Μέλασσο της Μικράς Ασίας, ενώ ο πατέρας μου καταγόταν από μία περιοχή της Μικράς Ασίας που ονομαζόταν Αλάβαξ.
Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν γαιοκτήμονας στη Μικρά Ασία. Είχε πολλά κτήματα και σε αυτά δούλευαν Έλληνες αλλά και Τούρκοι. Ο ίδιος σαν άνθρωπος ήταν πολύ αγαπητός και για αυτό τον λόγο είχε και πολλούς φίλους Τούρκους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας χωροφύλακας που αγαπούσε πολύ τον παππού μου. Αυτός ο χωροφύλακας λίγο πριν την καταστροφή του 22 είπε μία μέρα στον παππού: «Μιχάλη πάρε τα παιδιά σου και φύγε από εδώ, γιατί στην Τουρκία πρόκειται να χυθεί πολύ αίμα. Αίμα ελληνικό. Πάρε τα παιδιά σου και φύγε να σωθείτε. Θα σας σφάξουν!» Όμως ο παππούς μου, δεν τον πίστεψε, γιατί θεωρούσε πως κάτι τέτοιο ήταν απίθανο να συμβεί και έτσι έμεινε στη Μικρά Ασία μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε η μεγάλη σφαγή.
Μόλις άρχισε η μεγάλη καταστροφή η αστυνομία πήρε τον παππού και τον έβαλε φυλακή. Έτσι γινόταν τότε: άλλους τους φυλάκιζαν, άλλους τους έσφαζαν, τις γυναίκες τις βίαζαν. Για αυτό τον λόγο οι άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται στα λιμάνια και όλοι προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν για την Ελλάδα. Ήταν τον Αύγουστο του 22 που οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη και την έκαψαν. Στην καταστροφή της Σμύρνης έγιναν φοβερά πράγματα! Οι Τούρκοι άρχισαν να σφάζουν τον κόσμο, να αρπάζουν τις γυναίκες και να τις βιάζουν, να κόβουν τις ρώγες από τα στήθη τους με τα σπαθιά τους. Και τι δεν έζησαν οι άνθρωποι στην προκυμαία της Σμύρνης! Δεν τα βάζει ο ανθρώπινος νους!
Όλα αυτά τα γνωρίζω από τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου, που ήταν μάρτυρας αυτής της φοβερής καταστροφής και τα είδε με τα μάτια της. Η γιαγιά μου μέχρι το 1922 που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, είχε αποκτήσει δώδεκα παιδιά. Και τα δώδεκα ήταν αγόρια! Όταν έφτασε η ώρα της μεγάλης καταστροφής, λίγο πριν φύγει από το σπίτι της, για να ξεκινήσει το ταξίδι για το λιμάνι της Σμύρνης και στη συνέχεια για την Ελλάδα, ζύμωσε και έψησε για το κάθε παιδί της ένα ψωμάκι. Μέσα σε κάθε ψωμί έβαλε μερικά χρυσά πεντόλιρα και έπειτα τα μοίρασε και στα δώδεκα παιδιά της. Η ίδια δεν ήξερε αν μέσα σε αυτή τη μεγάλη καταστροφή, θα κατόρθωνε να οδηγήσει όλα τα παιδιά και χωρίς τη βοήθεια του άντρα της που βρισκόταν στη φυλακή, με ασφάλεια στην Ελλάδα. Ήθελε λοιπόν σε περίπτωση που χωριστεί με τα παιδιά της, το καθένα από αυτά να έχει χρήματα μαζί του, για να μπορέσει, όπου και αν βρεθεί, να τα χρησιμοποιήσει για την επιβίωσή του. Πράγματι, όταν μετά από πολύ κόπο και φοβερές περιπέτειες κατάφερε να φτάσει στο λιμάνι της Σμύρνης, είχε μείνει μόνο με τέσσερα από τα δώδεκα παιδιά της! Τα υπόλοιπα χάθηκαν στον δρόμο. Και σαν να μην έφτανε αυτή η δυστυχία, εκεί στην προκυμαία της Σμύρνης οι Τουρκοαλβανοί της άρπαξαν και τον μεγάλο της γιο, τον Κωστή, που τότε ήταν δεκατεσσάρων χρόνων! Τον πήραν μαζί τους, για να τον κάνουν σκλάβο τους. Και έτσι, μετά και από αυτή την απώλεια, η γιαγιά κατόρθωσε με τα υπόλοιπα παιδιά της να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με τελικό προορισμό την Κρήτη.
Ο παππούς, που όλο αυτό το διάστημα βρισκόταν στη φυλακή, κατάφερε και αυτός κάποια στιγμή να αποφυλακιστεί, αφού οι Τούρκοι τον άφησαν τελικά ελεύθερο. Στην αποφυλάκισή του βοήθησε σημαντικά το ότι ήταν αγαπητός στους Τούρκους της περιοχής του και κυρίως το γεγονός ότι είχε φίλο τον Τούρκο χωροφύλακα, ο οποίος φρόντισε να τον βγάλει από την φυλακή. Μόλις ελευθερώθηκε, επέστρεψε στα κτήματά του, γιατί εκεί σε κάποιο σημείο ενός κτήματος είχε θάψει μέσα στο έδαφος μία η αρμαθιά με πεντόλιρα περασμένα σε σύρμα. Τα ξέθαψε, τα πήρε μαζί του και αμέσως άρχισε να ψάχνει να μάθει πού ήταν η γυναίκα και τα παιδιά του. Από κάποιους γνωστούς του πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του με όσα από παιδιά τους είχαν επιζήσει, είχαν καταφύγει στην Κρήτη, αλλά και πως ο μεγάλος του γιος είχε απαχθεί από τους Τουρκαλβανούς και είχε μεταφερθεί στη Μακεδονία. Τότε ο παππούς μου πήρε την αρμαθιά με τα πεντόλιρα, τα έζωσε στη μέση του και ξεκίνησε για τη Μακεδονία, για να αναζητήσει τον μεγάλο του γιο. Όταν τον βρήκε, έδωσε ολόκληρη την αρμαθιά προκειμένου να τον ελευθερώσει και μαζί κατέβηκαν στην Κρήτη, για να ενωθούν με την υπόλοιπη οικογένεια. Έτσι ο παππούς βρέθηκε ξανά με τη γυναίκα του και τα τέσσερα από τα δώδεκα παιδιά τους, εδώ στην Κρήτη.
Στην Κρήτη ο πρόεδρος της Αλικαρνασσού, ο Ελευθεριάδης, βοήθησε όλους τους πρόσφυγες να αποκτήσουν από ένα δωμάτιο. Είχε φτιάξει μια σειρά από δωμάτια και έδινε ένα σε κάθε μία προσφυγική οικογένεια. Τα δωμάτια αυτά ονομάστηκαν προσφυγικά. Ο Ελευθεριάδης άλλωστε χάραξε και τον δρόμο της Αλικαρνασσού που σήμερα ονομάζεται οδός Ηροδότου και παράλληλα έφτιαξε και το πρώτο σχολείο, το δημοτικό στο οποίο φοίτησα αργότερα και εγώ.
Οι Μικρασιάτες που έμεναν στην Αλικαρνασσό, ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και συνεχώς συνεργάζονταν, για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον κυρίως για να μεγαλώσουν τα σπίτια τους. Κάθε φορά που κάποιος είχε λίγα χρήματα, όλοι βοηθούσαν, για να χτίσει ένα ακόμα δωμάτιο και να μεγαλώσει το σπίτι του: άλλος σοβάντιζε, άλλος έβαφε και μέσα από αυτή τη συνεργασία, σιγά σιγά η ζωή γινόταν καλύτερη για όλους. Και στον ελεύθερο χρόνο τους έσμιγαν όλοι μαζί και γλεντούσαν. Μπορεί να μην είχαν χρήματα για να φάνε, αλλά στον ελεύθερο τους χρόνο τους άρεσε να γλεντάνε. Με αυτόν τον τρόπο ξεχνούσαν τον πόνο της προσφυγιάς και διατηρούσαν με τα τραγούδια και τους χορούς τους ζωντανή τη μνήμη της χαμένης πατρίδας. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς μου, οι εμπειρίες της οικογένειας μου, ο ιδιαίτερος τρόπος της ζωής των Μικρασιατών προσφύγων της Αλικαρνασσού και γενικότερα το γεγονός ότι έχω μικρασιατική καταγωγή, όπως αντιλαμβάνεστε έχει σημαδέψει ολόκληρη τη ζωή μου.
Επιμέλεια: Ελευθερία Τζανάκη